- μέσος
- 1) milieu2) moyenne
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μέσος — b masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στη μέση δύο τοπικών ή χρονικών σημείων, ο μεσαίος, ο μεσιανός: Τα προβλήματα της μέσης ηλικίας. 2. αυτός που υποδεικνύει το μέσο όρο: Μέση θερμοκρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέσος χρόνος ζωής — Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν… … Dictionary of Greek
μέσσα — μέσος b neut nom/voc/acc pl (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc/acc dual (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαιτάτων — μέσος b fem gen pl μέσος b masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαίτατον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαίτερον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσσότατον — μέσος b masc acc superl sg (epic) μέσος b neut nom/voc/acc superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσώτατα — μέσος b adverbial superl μέσος b neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσώτατον — μέσος b masc acc superl sg μέσος b neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)